- προσγραφή
- προσγρᾰφ-ή, ἡ,A enrolment, Milet.3 No.143 (iii B.C.).II adscription of ι, ἐν π., i.e. written but not pronounced, Eust.1409.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσγραφή — enrolment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγραφῇ — προσγράφω write besides aor subj pass 3rd sg προσγραφή enrolment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγραφή — ἡ, ΜΑ [προσγράφω] η αναγραφή τού ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί τής υπογεγραμμένης, όπως λ.χ. πατρώϊος αντί πατρῷος αρχ. προσθήκη σε επιγραφή … Dictionary of Greek
προσγραφῆς — προσγραφή enrolment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγραφήν — προσγραφή enrolment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγραφεύς — έως, ὁ, Α αυτός που γράφει κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσγραφή + επίθημα εύς (πρβλ. καταγραφή: καταγραφεύς)] … Dictionary of Greek